πολυπείρονα

πολυπείρονα
πολυπείρων
with many boundaries
neut nom/voc/acc pl
πολυπείρων
with many boundaries
masc/fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πολυπείρων — ον, Α 1. αυτός που έχει έλθει από τα πέρατα, που έχει συγκεντρωθεί από διάφορα σημεία («εἰς ἀγορὰν καλέσας πολυπείρονα λαόν», Υμν. Δήμ.) 2. αυτός που έχει απλωμένα, ανοιχτά πέρατα, ανοιχτά σύνορα («πολυπείρονας ὅρμους», Ορφ. Αργ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”